ομογαμία

ομογαμία
η
1. βιολ. τάση για σύζευξη μεταξύ παρόμοιων μορφών
2. βοτ. κατάσταση κατά την οποία τα αρσενικά και θηλυκά τμήματα ενός άνθους ωριμάζουν ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homogamy < ομ(ο)-* + -γαμία (< -γαμος < γάμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • ομόγαμος — η, ο (Α ὁμόγαμος ον) νεοελλ. βοτ. αυτός που παρουσιάζει ομογαμία αρχ. 1. αυτός που νυμφεύθηκε την ίδια γυναίκα την οποία είχε νυμφευθεί άλλος προηγουμένως 2. (το αρσ.) καθένας από τους άνδρες τών οποίων οι γυναίκες είναι αδελφές. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”